εγγύη

εγγύη
ἐγγύη, η (AM)
ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια
αρχ.
1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση
2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες
3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν θυτικῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγύη είναι πιθ. σύνθετη από την πρόθεση εν και μια αμάρτυρη λέξη *γύᾱ, ιων.-αττ. *γύη. Η λ. αυτή απαντά στο αβεστ. gava «χέρι» καθώς και ως β' συνθετικό στο σύνθετο υπό-γυ(ι)ος και συνδέεται με τα γύαλον*, γύης*, γυία*. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι τα εγγύη, έγγυος είναι μεταρρηματικά παράγωγα τού εγγυώ, αλλά και το αντίθετο, δηλ. ότι το εγγύη ανάγεται σε ένα επίθ. έγγυος με αμάρτυρη σημ. «μέσα στα χέρια» και ότι το εγγυώ είναι μετονοματικό παράγωγο τού εγγύη. Η αρχική έννοια αυτής τής λεξιλογικής οικογένειας ήταν «κοιλότητα, καμπυλότητα, κοιλότητα τού χεριού, παλάμη», απ' όπου προήλθε η σημ. «τεκμήριο που παραδίδεται στο χέρι» και αργότερα κατέληξε να δηλώνει τον γνωστό σήμερα νομικό όρο τής εγγύησης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγγύη — ἐγγύα pledge put into one s hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐγγύη pledge put into one s hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐγγυάω give pres imperat act 2nd sg (doric) ἐγγυάω give pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐγγυάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύῃ — ἐγγύα pledge put into one s hand fem dat sg (attic epic ionic) ἐγγύη pledge put into one s hand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VAS, ADIS — Varroni, de L. L. l. 5. dictus est, qui pro alieno vadimonium promitiebat. Consuetudo enim erat, cum reus parum esset idoneus in certis rebus, ut pro se alterum daret. Paulus ex Festo Vadem interpretatur Sponsorem datum in re capitali: quam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατεγγύη — κατεγγύη, ἡ (Α) εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύη — μεσεγγύη, ἡ (Α) η μεσεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἐγγύη* «εγγύηση» (πρβλ. αλληλ εγγύη)] …   Dictionary of Greek

  • παρεγγύη — και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α 1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.) 2. έφοδος 3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)] …   Dictionary of Greek

  • ἐγγύα — ἐγγύᾱ , ἐγγύα pledge put into one s hand fem nom/voc/acc dual ἐγγύᾱ , ἐγγύα pledge put into one s hand fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐγγύᾱ , ἐγγύη pledge put into one s hand fem nom/voc/acc dual ἐγγύᾱ , ἐγγύη pledge put into one s hand fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύαι — ἐγγύᾱͅ , ἐγγύα pledge put into one s hand fem dat sg (doric aeolic) ἐγγύη pledge put into one s hand fem nom/voc pl ἐγγύᾱͅ , ἐγγύη pledge put into one s hand fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύας — ἐγγύᾱς , ἐγγύα pledge put into one s hand fem acc pl ἐγγύᾱς , ἐγγύα pledge put into one s hand fem gen sg (doric aeolic) ἐγγύᾱς , ἐγγύη pledge put into one s hand fem acc pl ἐγγύᾱς , ἐγγύη pledge put into one s hand fem gen sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύᾳ — ἐγγύᾱͅ , ἐγγύα pledge put into one s hand fem dat sg (doric aeolic) ἐγγύαι , ἐγγύη pledge put into one s hand fem nom/voc pl ἐγγύᾱͅ , ἐγγύη pledge put into one s hand fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”